διολεφίνες

διολεφίνες
Βλ. λ. διένια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διένια ή διολεφίνες — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη δύο διπλών δεσμών στο μόριό τους. Ανάλογα με τη θέση των διπλών δεσμών μπορούμε να έχουμε τρεις τύπους ενώσεων: με συσσωρευμένους διπλούς δεσμούς όταν αυτοί είναι γειτονικοί μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”